- Κλέων
- Κλέωνmasc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κλέων' — Κλέωνα , Κλέων masc acc sg Κλέωνι , Κλέων masc dat sg Κλέωνε , Κλέων masc nom/voc/acc dual Κλέωναι , Κλεώνη fem nom/voc pl Κλέωνα , Κλεώνης masc voc sg Κλέωνα , Κλεώνης masc nom sg (epic) Κλέωναι , Κλεώνης masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κλέων — I (; – 422 π.Χ.). Αθηναίος πολιτικός, γιος του ευκατάστατου βυρσοδέψη Κλεαινέτου. Υπήρξε ο πρώτος σημαντικός πολιτικός της εποχής του που προερχόταν από τον εμπορικό κόσμο. Γι’ αυτό τον λόγο, οι αριστοκρατικοί άσκησαν έντονη πολεμική εναντίον του … Dictionary of Greek
κλέων — κλέω tell of pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παράσχος, Κλέων — (Πύργος Βουλγαρίας 1896 – Αθήνα 1964). Κριτικός και ποιητής. Σπούδασε εμπορικά στην Ελβετία, διετέλεσε καθηγητής της γαλλικής γλώσσας και τελικά δημοσιογράφησε σε πολλές αθηναϊκές εφημερίδες. Για ένα διάστημα εργάστηκε και στο υπουργείο Τύπου. Ο… … Dictionary of Greek
Τριανταφύλλου, Κλέων — Bλ. λ. Αττίκ … Dictionary of Greek
Κλέωνα — Κλέων masc acc sg Κλεώνης masc voc sg Κλεώνης masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κλέωνας — Κλέων masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κλέωνες — Κλέων masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κλέωνι — Κλέων masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κλέωνος — Κλέων masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)